μακρυψώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακρυψώλης αρσενικό
- (σπάνιο, προφορικό, ανεπίσημο) που έχει μεγάλο πέος (ψωλή)
- ※ Σημασία, ωστόσο, έχει να δούμε το ποίημα ως ένα εκπληκτικό «οικοδόμημα» με βάση το λογοπαίγνιο, που ενέχει το επίθετο της καθομιλουμένης «multus»: πολύς / πολυπράγμων / ανιαρός / πολυλογάς ή μακρυψώλης (Μαρία - Δέσποινα Ράμμου, Κατουλλικά επιγράμματα: Παράδοση και νεωτερισμός, διπλ. εργασία, ΑΠΘ, τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 172 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρυψώλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μακρυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)