μακρόθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακρόθεν < (ελληνιστική κοινή) μακρόθεν και μάκροθεν (από μακριά σε απόσταση ή χρονικά)
Επίρρημα[επεξεργασία]
μακρόθεν
- από μεγάλη απόσταση, από μακριά