μακρόκλιμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακρόκλιμα τα μακροκλίματα
      γενική του μακροκλίματος των μακροκλιμάτων
    αιτιατική το μακρόκλιμα τα μακροκλίματα
     κλητική μακρόκλιμα μακροκλίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακρόκλιμα < μακρός + κλίμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακρόκλιμα ουδέτερο

  1. το κλίμα μεγάλων, εκτεταμένων περιοχών της γης
    το μακρόκλιμα της κεντρικής Ασίας
    χάρτης με τα μακροκλίματα της γης
  2. το κλίμα ολόκληρης της γης
    το μακρόκλιμα του πλανήτη επηρεάζεται από...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]