μακρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μακρός | η | μακρά | το | μακρό |
γενική | του | μακρού | της | μακράς | του | μακρού |
αιτιατική | τον | μακρό | τη | μακρά | το | μακρό |
κλητική | μακρέ | μακρά | μακρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μακροί | οι | μακρές | τα | μακρά |
γενική | των | μακρών | των | μακρών | των | μακρών |
αιτιατική | τους | μακρούς | τις | μακρές | τα | μακρά |
κλητική | μακροί | μακρές | μακρά | |||
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρός
Επίθετο
[επεξεργασία]μακρός, -ά, -ό
- που διαρκεί πολύ
- μακρά διάρκεια
- μακρό φωνήεν
- που έχει μεγάλο μήκος
- μακρά και βραχέα κύματα
- (γραμματική, φωνητική) συνώνυμο του μακρόχρονος
- μακρά είναι τα φωνήεντα ήτα, ωμέγα και όλες οι δίφθογγοι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μακρός | ἡ | μακρᾱ́ | τὸ | μακρόν |
γενική | τοῦ | μακροῦ | τῆς | μακρᾶς | τοῦ | μακροῦ |
δοτική | τῷ | μακρῷ | τῇ | μακρᾷ | τῷ | μακρῷ |
αιτιατική | τὸν | μακρόν | τὴν | μακρᾱ́ν | τὸ | μακρόν |
κλητική ὦ! | μακρέ | μακρᾱ́ | μακρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | μακροί | αἱ | μακραί | τὰ | μακρᾰ́ |
γενική | τῶν | μακρῶν | τῶν | μακρῶν | τῶν | μακρῶν |
δοτική | τοῖς | μακροῖς | ταῖς | μακραῖς | τοῖς | μακροῖς |
αιτιατική | τοὺς | μακρούς | τὰς | μακρᾱ́ς | τὰ | μακρᾰ́ |
κλητική ὦ! | μακροί | μακραί | μακρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακρώ | τὼ | μακρᾱ́ | τὼ | μακρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | μακροῖν | τοῖν | μακραῖν | τοῖν | μακροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
[επεξεργασία]- μακρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'παλιός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Φωνητική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)