Μετάβαση στο περιεχόμενο

μακρότης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακρότης αἱ μακρότητες
      γενική τῆς μακρότητος τῶν μακροτήτων
      δοτική τῇ μακρότητ ταῖς μακρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μακρότητ τὰς μακρότητᾰς
     κλητική ! μακρότης μακρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακρότητε
γεν-δοτ τοῖν  μακροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μακρό(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακρότης θηλυκό