Μετάβαση στο περιεχόμενο

μακρύς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρύς η μακριά το μακρύ
      γενική του μακριού
& μακρύ
της μακριάς του μακριού
& μακρύ
    αιτιατική τον μακρύ τη μακριά το μακρύ
     κλητική μακρύ μακριά μακρύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακριοί
& μακρείς
οι μακριές τα μακριά
      γενική των μακριών των μακριών των μακριών
    αιτιατική τους μακριούς
& μακρείς
τις μακριές τα μακριά
     κλητική μακριοί
& μακρείς
μακριές μακριά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακρύς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακρύς < αρχαία ελληνική μακρός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maˈkɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μακρύς

Επίθετο

[επεξεργασία]

μακρύς, -ιά, -ύ και μακριός, συγκριτικός: μακρύτερος, υπερθετικός:  μακρύτατος

  1. μεγάλος σε μήκος
  2. μεγάλος σε διάρκεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακρύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μακρ(ός) + μεταπλασμός σε -ύς

Επίθετο

[επεξεργασία]

μακρύς

Συγγενικά

[επεξεργασία]