μαλάκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαλάκιο τα μαλάκια
      γενική του μαλακίου
μαλάκιου
των μαλακίων
    αιτιατική το μαλάκιο τα μαλάκια
     κλητική μαλάκιο μαλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλάκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλάκια[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈla.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λά‐κι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλάκιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]