μαλάχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλάχη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλάχη θηλυκό
- μολόχα
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 41 (40-41)
- νήπιοι, οὐδὲ ἴσασιν ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντὸς | οὐδ᾽ ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
- Οι ανόητοι, που δε γνωρίζουν πόσο ανώτερο είναι το μισό απ᾽ το σύνολο, | ούτε και πόση ωφέλεια έχει μέσα της η μολόχα κι ο ασφόδελος.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- νήπιοι, οὐδὲ ἴσασιν ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντὸς | οὐδ᾽ ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 41 (40-41)