μαλακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαλάκα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

μαλακά < μαλακ(ός) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.laˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λα‐κά
τονικό παρώνυμο: μαλάκα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μαλακά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαλακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. περιοχή του υπογάστριου
  2. τα πισινά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μαλακά



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μαλακά



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μαλακά [μᾰλᾰκᾰ] με βραχεία κατάληξη

μαλακά [μᾰλᾰκᾱ] με μακρά κατάληξη