μαλακτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλακτήρας οι μαλακτήρες
      γενική του μαλακτήρα των μαλακτήρων
    αιτιατική τον μαλακτήρα τους μαλακτήρες
     κλητική μαλακτήρα μαλακτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαλακτήρας βουτύρου (έκθεμα μουσείου)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλακτήρας < (μαλάζω, μαλακός) μαλακ- + -τήρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλακτήρας αρσενικό

  • μηχανή που μαλάζει, που ομογενοποιεί. Χρησιμοποιείται κυρίως για κατεργασία πολτού ελιάς και την παραγωγή ελαιολάδου, αλλά αναφέρεται και σε μάλαξη μπετού
    ※  Χρησιμοποιούμε πέτρινα λιθάρια, μαλακτήρα, ελαιοδιαφράγματα (ντορβάδες ή τσαντίλες) και υδραυλικό πιεστήριο ([1])
    ※  Για την αραίωση της ελαιοζύμης στο μαλακτήρα προστίθεται νερό μέχρι και 100% της ποσότητάς της πριν την εξαγωγή του ελαιολάδου ([2])
    ※  «Ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων με ή χωρίς μαλακτήρα σκυροδέματος και των χειριστών αντλιών ετοίμου σκυροδέματος και των βοηθών αυτών στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες ετοίμου σκυροδέματος του Νομού Αττικής» (ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (12/2009))

Μεταφράσεις[επεξεργασία]