μαλαματοκαπνισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλαματοκαπνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαλαματοκαπνίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μαλαματοκαπνισμένος, -η, -ο
- που έχει επιχρυσωθεί, ο επιχρυσωμένος, ο επίχρυσος, χρυσεπίβαπτος, χρυσοβαφής, χρυσωτός
- → δείτε τη λέξη μαλαματοκαπνίζω