μαλαπέρδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλαπέρδας αρσενικό
- (μειωτικό) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κάποιο πρόσωπο[1] (→ δείτε τη λέξη μαλαπέρδα)
- ※ Ρε κομπλέξα ανώνυμε Πες μας ποιος μαλαπέρδας είσαι, ποιος κλαψομούνης, που του κόψανε τα πρόμο (ε μα τέτοιος μαλάκας που ’σαι καλά σου κάνανε
- (σχόλιο του ιστορικού της ελληνικής ροκ σκηνής Μανώλη Νταλούκα, όπως παρατίθεται στην ανάρτηση «νέοι γκαιμπελίσκοι εν όψει» του μουσικοκριτικού Φώντα Τρούσα στην ιστοσελίδα του Δισκορυχείον (21 Οκτωβρίου 2015)· πρόσβαση: 2020-06-22)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Μαλαπέρδας (ως επώνυμο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μαλαπέρδας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βλ. μαλαπέρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας