μαλαϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλαϊκός η μαλαϊκή το μαλαϊκό
      γενική του μαλαϊκού της μαλαϊκής του μαλαϊκού
    αιτιατική τον μαλαϊκό τη μαλαϊκή το μαλαϊκό
     κλητική μαλαϊκέ μαλαϊκή μαλαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλαϊκοί οι μαλαϊκές τα μαλαϊκά
      γενική των μαλαϊκών των μαλαϊκών των μαλαϊκών
    αιτιατική τους μαλαϊκούς τις μαλαϊκές τα μαλαϊκά
     κλητική μαλαϊκοί μαλαϊκές μαλαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλαϊκός < αγγλική Malayan με μετατροπή στα ελληνικά της κατάληξης σε -ικός < από το μαλαϊκό Mĕlayu

Επίθετο[επεξεργασία]

μαλαϊκός


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]