μαλκιάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλκιάω < μάλκη
Ρήμα[επεξεργασία]
μαλκιάω και μαλκίω και μεταγενέστερα μαλακιάω
- ξεπαγιάζω, πέφτω σε νάρκη απο το κρύο