μαλλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλλιάζω < μαλλ(ίν) + -ιάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαλ‐λιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαλλιάζω, αόρ.: μάλλιασα, μτχ.π.π.: μαλλιασμένος (χωρίς παθητική φωνή) [2]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μαλλιάζω Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)