μαλλιαρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλλιαρισμός οι μαλλιαρισμοί
      γενική του μαλλιαρισμού των μαλλιαρισμών
    αιτιατική τον μαλλιαρισμό τους μαλλιαρισμούς
     κλητική μαλλιαρισμέ μαλλιαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλλιαρισμός < μαλλιαρή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλλιαρισμός αρσενικό

  1. (μειωτικό) έτσι χαρακτήριζε το κατεστημένο της καθαρεύουσας στα πρώτα 60 χρόνια του 20ου αιώνα το δημοτικισμό στον προφορικό και γραπτό λόγο. Σταδιακά (καθώς η δημοτική κέρδιζε έδαφος) ο χαρακτηρισμός περιορίστηκε σε αυτό που η εξουσία θεωρούσε "ακραία δημοτική" έως ότου η λέξη "έσβησε" και σχεδόν εξαφανίστηκε.
  2. ακραίος δημοτικισμός [1]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]