μαμζέλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαμζέλ θηλυκό άκλιτο
- άλλη προφορά της λέξης ματμαζέλ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαμζέλ
|
μαμζέλ θηλυκό άκλιτο
|