μαμουκαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαμουκαλιά | οι | μαμουκαλιές |
γενική | της | μαμουκαλιάς | των | μαμουκαλιών |
αιτιατική | τη | μαμουκαλιά | τις | μαμουκαλιές |
κλητική | μαμουκαλιά | μαμουκαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαμουκαλιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαμουκαλιά θηλυκό
- άλλη ονομασία του δέντρου κουτσουπιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαμουκαλιά
→ δείτε τη λέξη κουτσουπιά |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)