μαμούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαμούνι τα μαμούνια
      γενική του μαμουνιού των μαμουνιών
    αιτιατική το μαμούνι τα μαμούνια
     κλητική μαμούνι μαμούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαμούνι < μεσαιωνική ελληνική μαμούνι(ν)[1] [2] < (ίσως) ελληνιστική κοινή μάμμος[2] ή < ελληνιστική κοινή μαμμᾶν[2] (για παιδιά: κράζω για φαγητό, τρώω) (με παρετυμολόγηση κι απ’ την τουρκική maymun (μαϊμού)[2])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈmu.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐μού‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαμούνι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. μαμούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.