μανέστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανέστρα οι μανέστρες
      γενική της μανέστρας
    αιτιατική τη μανέστρα τις μανέστρες
     κλητική μανέστρα μανέστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μοσχάρι με μανέστρα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανέστρα < (άμεσο δάνειο) βενετική manestra < ιταλική minestra (di orzo) < λατινική ministrare/minestrare < λατινική minister

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανέστρα θηλυκό

  1. σούπα της αδριατικής κουζίνας
  2. σούπα της κουζίνας της Σαντορίνης
  3. ζυμαρικό της ελληνικής κουζίνας, το κριθαράκι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]