μανίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανίκι τα μανίκια
      γενική του μανικιού των μανικιών
    αιτιατική το μανίκι τα μανίκια
     κλητική μανίκι μανίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανίκι < μεσαιωνική ελληνική μανίκιον (υποκοριστικό του ιταλικού manica) < λατινική manus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανίκι ουδέτερο

  1. το τμήμα ενός ρούχου που περιβάλλει το χέρι από τον ώμο καί κάτω, μέχρι τον καρπό
    Σκούπισε το τζάμι με το μανίκι του. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • σηκώνω/ανασηκώνω τα μανίκια:
  • έχω/κρύβω άσο/ατού στο μανίκι
  • είναι μανίκι: πολύ δύσκολο πρόβλημα ή εργασία
  • ρίχνω ένα μανίκι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]