μαναφούκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαναφούκι τα μαναφούκια
      γενική του μαναφουκιού των μαναφουκιών
    αιτιατική το μαναφούκι τα μαναφούκια
     κλητική μαναφούκι μαναφούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαναφούκι < τουρκική münafık (υποκριτής) < αραβική منافق (munāfiq, υποκριτής) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.naˈfu.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐να‐φού‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαναφούκι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό) διαβολή, συκοφαντία
    ※  Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ ἀβγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό) ραδιουργία
  3. (παρωχημένο, ιδιωματικό) κουτσομπολιό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βάζουν ακόμα μαναφούκια; @saramtakos.wordpress.com, 2021.04.08.