μανδραγόρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανδραγόρας < αρχαία ελληνική μανδραγόρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανδραγόρας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]