μανδύας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μανδύας | οι | μανδύες |
γενική | του | μανδύα | των | μανδυών |
αιτιατική | τον | μανδύα | τους | μανδύες |
κλητική | μανδύα | μανδύες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανδύας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανδύας (αρσενικό) ή ελληνιστική κοινή μανδύα (θηλυκό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανδύας αρσενικό
- (ιστορία, ενδυμασία) το αρχαίο ένδυμα από χοντρό ύφασμα χωρίς μανίκια, που καλύπτει την πλάτη και μπορεί να τυλίξει όλο τον κορμό, ενώ συγκρατείται μπροστά με μία πόρπη
- το αρχιερατικό άμφιο στην ορθόδοξη εκκλησία
- (γεωλογία) το στρώμα μεταξύ του εξωτερικού πυρήνα της Γης και του φλοιού
- το πρόσθετο προστατευτικό δομικό στρώμα σε κατασκευές
- ↪ Ενισχύσεις τοίχων με μανδύα σκυροδέματος
- η πλαστική επιφάνεια γύρω από καλώδιο
- ↪ μανδύας καλωδίου
- (μεταφορικά) αυτό που αποκρύπτει μια αρνητική κατάσταση
- ↪ οικολογική καταστροφή με μαδύα νομιμότητας
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανδύας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μανδύᾱς | οἱ | ...?...αι |
γενική | τοῦ | μανδύου | τῶν | μανδυῶν |
δοτική | τῷ | μανδύᾳ | τοῖς | μανδύαις |
αιτιατική | τὸν | μανδύᾱν | τοὺς | μανδύᾱς |
κλητική ὦ! | μανδύᾱ | ...?...αι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μανδύᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μανδύαιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανδύας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανδύας
Πηγές[επεξεργασία]
- μανδύας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μανδύας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νεανίας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'νεανίας' με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)