μανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανιά | οι | μανιές |
γενική | της | μανιάς | των | μανιών |
αιτιατική | τη | μανιά | τις | μανιές |
κλητική | μανιά | μανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) γιαγιά
- → χρειάζεται παράθεμα (από τον Λουντέμη. Μανιά, κύριο όνομα στον Παπαδιαμάντη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανιά
→ δείτε τη λέξη γιαγιά |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανιά θηλυκό
- (μεταφορικά, υβριστικό) άνθρωπος που κινείται παρασκηνιακά και ενδεχομένως ύπουλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)