μανιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μανιά, μανία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανιά οι μανιές
      γενική της μανιάς των μανιών
    αιτιατική τη μανιά τις μανιές
     κλητική μανιά μανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μανιά < μάν(α) + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μανιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανιά θηλυκό