μανιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανιέρα οι μανιέρες
      γενική της μανιέρας
    αιτιατική τη μανιέρα τις μανιέρες
     κλητική μανιέρα μανιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιέρα < ιταλική maniera

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανιέρα θηλυκό (πιο σύνηθες στον ενικό)

  • τεχνοτροπία, στιλ καλλιτεχνικό κυρίως στη ζωγραφική αλλά και σε άλλες καλές τέχνες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]