μανικιουρίστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανικιουρίστ < γαλλική manicuriste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανικιουρίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- εκείνος ή εκείνη που κάνουν μανικιούρ στα νύχια άλλων, ο μανικιουρίστας και η μανικιουρίστα (παλιότερα και μανικουρίστρια)
- → δείτε τη λέξη μανικιουρίστας