μανιοκαταθλιπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανιοκαταθλιπτικός < μανία + -ο- + καταθλιπτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μανιοκαταθλιπτικός
- που πάσχει από μανιοκατάθλιψη
- σχετικός με τη μανιοκατάθλιψη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανιοκαταθλιπτικός
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανιοκαταθλιπτικός αρσενικό
- αυτός που πάσχει από μανιοκατάθλιψη