μανιπουλάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιπουλάρω < manipulate

Ρήμα[επεξεργασία]

μανιπουλάρω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]