μανουβράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανουβράρω < βενετική manuvrar < λατινική manus + opera

Ρήμα[επεξεργασία]

μανουβράρω

  1. χειρίζομαι ένα όχημα, το οδηγώ εκτελώντας ελιγμούς (μανούβρες) σε ένα δύσκολο σημείο της διαδρομής
  2. (μεταφορικά) χειρίζομαι ανθρώπους ή καταστάσεις, πολλές φορές με πλάγια μέσα, προσπαθώντας να πετύχω ένα ορισμένο αποτέλεσμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]