μανσέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ματσέτα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανσέτα οι μανσέτες
      γενική της μανσέτας των μανσετών
    αιτιατική τη μανσέτα τις μανσέτες
     κλητική μανσέτα μανσέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανσέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική manchette + κατάληξη θηλυκού [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /manˈse.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαν‐σέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανσέτα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) το κάτω τμήμα του μανικιού ενός πουκάμισου, στον καρπό, εκεί που κουμπώνουν τα μανικετόκουμπα, και το οποίο είναι συνήθως ενισχυμένο για να φθείρεται πιο δύσκολα
    ※  Καίει το μέτωπό μου, καίει ο σβέσκος μου, οι μανσέτες απ' το πουκάμισο πληγώνουν τους καρπούς των χεριών μου. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
  2. (αθλητισμός) κίνηση της πετοσφαίρισης στην οποία ο παίκτης δίνει πάσα με τη μπάλα να χτυπά στον καρπό του[2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μανσέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Νικόλαος Διγγελίδης, Ιωάννης Θεοδωράκης, Ελένη Ζέτου, Ιωάννης Δήμας. «Η πετοσφαίριση», Φυσική Αγωγή Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού, Αθήνα: Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος»