μαντάλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντάλωμα ουδέτερο (ο πληθ. όχι συνήθης)
- το κλείσιμο μιας πόρτας, ενός παράθυρου ή άλλου ασφαλιζόμενου αντικειμένου με μάνταλο