μαντάμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντάμ < από το γαλλικό madame

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντάμ θηλυκό άκλιτο

  1. κυρία, είτε κυριολεκτικά είτε ειρωνικά (συνήθως λαϊκότροπο τον 21ο αιώνα)
    Είπε τίποτα η μαντάμ;
  2. (προσφώνηση) (παρωχημένο) λόγιος και μιμητικός τρόπος προσφώνησης των παντρεμένων γυναικών της αθηναϊκής κοινωνίας σε αντιδιαστολή προς το εξίσου παρωχημένο ματμαζέλ και μαντεμουαζέλ για τις δεσποινίδες ή το μεσιέ για τους κυρίους (μαντάμ ε μεσιέ: κυρίες και κύριοι ή μαντάμ ε ματμαζέλ: κυρίες και δεσπονίδες)
  3. (παρωχημένο) διευθύντρια οίκου ανοχής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]