μαντάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντάνι | τα | μαντάνια |
γενική | του | μαντανιού | των | μαντανιών |
αιτιατική | το | μαντάνι | τα | μαντάνια |
κλητική | μαντάνι | μαντάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντάνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) κατασκευή σε μέρος με φυσικό ή τεχνητό καταρράκτη, για την κατεργασία (ή το πλύσιμο) των ρούχων, των κλινοσκεπασμάτων ή διαφόρων υφαντών με τη βοήθεια ειδικών ξύλινων «σφυριών» που τα χτυπούσαν, καθώς και της πίεσης, της περιδίνησης και της ανάδευσης του νερού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντάνι
|