μαντάνι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντάνι | τα | μαντάνια |
γενική | του | μαντανιού | των | μαντανιών |
αιτιατική | το | μαντάνι | τα | μαντάνια |
κλητική | μαντάνι | μαντάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαντάνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) κατασκευή σε μέρος με φυσικό ή τεχνητό καταρράκτη, για την κατεργασία (ή το πλύσιμο) των ρούχων, των κλινοσκεπασμάτων ή διαφόρων υφαντών με τη βοήθεια ειδικών ξύλινων «σφυριών» που τα χτυπούσαν, καθώς και της πίεσης, της περιδίνησης και της ανάδευσης του νερού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαντάνι
|