μαντάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα αλλά και η ενέργεια τού μαντάρω
- Και εξηγεί ότι οι δουλειές πάνε καλά επειδή οι Ελληνίδες δεν... ράβουν: «Ναι, ένα καλό ρούχο μάς το φέρνουν για μαντάρισμα, αλλά κυρίως επειδή οι νεότερες γυναίκες δεν ξέρουν να το κάνουν μόνες τους». (*)