μανταρίνι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανταρίνι | τα | μανταρίνια |
γενική | του | μανταρινιού | των | μανταρινιών |
αιτιατική | το | μανταρίνι | τα | μανταρίνια |
κλητική | μανταρίνι | μανταρίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανταρίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική mandarini[1], πληθυντικός αριθμός του mandarino < πορτογαλική mandarim / mandarij < μαλαϊκή menteri / manteri < σανσκριτική मन्त्रिन् (mantrin: σύμβουλος, υπουργός), from मन्त्र (mantra: συμβουλή, απόφθεγμα) + -इन् (-in) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma(n).daˈɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντα‐ρί‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μανταρίνι ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός του φυτού μανταρινιά, που έχει χρώμα πορτοκαλί και μοιάζει με το πορτοκάλι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μανταρίνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μανταρίνι
|
- ↑ Οι μανδαρίνοι φορούσαν κίτρινες-πορτοκαλόχροες ρόμπες, και, λόγω του χρώματος, έτσι ονομάσθηκε και ο καρπός.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μαλαϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)