μαντατοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντατοφόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντατοφόρος. Μορφολογικά αναλύεται σε μαντάτ(ο) + -ο- + -φόρος (<φέρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντατοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- αγγελιοφόρος, το πρόσωπο που φέρνει τα μαντάτα, τα νέα, τις ειδήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)