μαντεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαντεύτρα | οι | μαντεύτρες |
γενική | της | μαντεύτρας | — | |
αιτιατική | τη | μαντεύτρα | τις | μαντεύτρες |
κλητική | μαντεύτρα | μαντεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντεύτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μαντευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντεύτρα
|