μαντολινάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντολινάτα οι μαντολινάτες
      γενική της μαντολινάτας
    αιτιατική τη μαντολινάτα τις μαντολινάτες
     κλητική μαντολινάτα μαντολινάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντολινάτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντολινάτα θηλυκό

  1. ορχηστρικό σύνολο από μαντολίνα
  2. μουσικό κομμάτι για μαντολίνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]