μανόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανόμετρο τα μανόμετρα
      γενική του μανόμετρου
μανομέτρου
των μανόμετρων
μανομέτρων
    αιτιατική το μανόμετρο τα μανόμετρα
     κλητική μανόμετρο μανόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανόμετρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική manomètre[1] < αρχαία ελληνική μανός (=αραιός) + μέτρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]