μαξιμαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαξιμαλιστικός < μαξιμαλισμός
Επίθετο[επεξεργασία]
μαξιμαλιστικός
- ο σχετικός με τον μαξιμαλισμό, που προωθεί ζητήματα στα άκρα, που απαιτεί το μέγιστο και διακινδυνεύει την απώλεια ακόμα και το εφικτού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- (όχι σε όλες τις έννοιες)
- μινιμαλιστικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαξιμαλιστικός