μαοϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαοϊκός η μαοϊκή το μαοϊκό
      γενική του μαοϊκού της μαοϊκής του μαοϊκού
    αιτιατική τον μαοϊκό τη μαοϊκή το μαοϊκό
     κλητική μαοϊκέ μαοϊκή μαοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαοϊκοί οι μαοϊκές τα μαοϊκά
      γενική των μαοϊκών των μαοϊκών των μαοϊκών
    αιτιατική τους μαοϊκούς τις μαοϊκές τα μαοϊκά
     κλητική μαοϊκοί μαοϊκές μαοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαοϊκός < Μάο + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μαοϊκός

  1. οπαδός των θεωριών και της πρακτικής του κινέζου κομμουνιστή ηγέτη Μάο Τσετούνγκ
    Οι μαοϊκοί είχαν διασπαστεί κατά τη μεταπολίτευση σε Μ-Λ ΚΚΕ και ΚΚΕ(μ-λ)
  2. σχετικός με τον μαοϊσμό
    μαοϊκές απόψεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]