μαούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαούνα | οι | μαούνες |
γενική | της | μαούνας | — | |
αιτιατική | τη | μαούνα | τις | μαούνες |
κλητική | μαούνα | μαούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαούνα < οθωμανική τουρκική ماونه (mavuna) ή ماعونه (maʼuna) (τουρκική mavuna που τώρα γράφεται mavna) < αραβική مَاعُونَة (māʿūna) (αναφέρεται και η παλιά γαλλική λέξη mahonne, και η αγγλική επισης παλιά λέξη mahone που σημαίνει μεγάλο τουρκικό πλοίο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαούνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) φορτηγίδα, μικρό σκάφος μηχανοκίνητο ή μη (συνηθέστερα που ρυμουλκείται ή προωθείται) και χρησιμοποιείται στη μεταφορά εμπορευμάτων εντός ποταμών ή μεταφόρτωση από πλοίο σε πλοίο ή από ακτή ή λιμένα σε πλοίο που βρίσκεται σε αγκυροβόλιο και αντίστροφα
- (μεταφορικά, μειωτικό) αργοκίνητο μεταφορικό μέσο
- (μεταφορικά, μειωτικό) καθετί ογκώδες (συνήθως και άκομψο στην εμφάνιση)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μαούνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)