μαράζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαράζι | τα | μαράζια |
γενική | του | μαραζιού | των | μαραζιών |
αιτιατική | το | μαράζι | τα | μαράζια |
κλητική | μαράζι | μαράζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαράζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maraz (αρρώστια, ασθένεια) < αραβική مرض (marad) (αρρώστια, ασθένεια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαράζι ουδέτερο
- ο καημός, ο διαρκής πόνος για κάποιον/κάτι που μας λείπει ή δεν το καταφέραμε
- Τον πήρε το μαράζι για τη Μαρία -Τον άφησε και το ‘βαλε μαράζι
- (παρωχημένο) η αρρώστια των φυτών
- Τα μαρούλια τα ‘πιασε το μαράζι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)