μαράζωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαράζωμα < μαραζώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαράζωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ψυχική μάρανση, το αποτέλεσμα του μαραζώνω αλλά και η διαδικασία του στον ψυχισμό
- η συρίκνωση, η αποδυνάμωση και ο σταδιακός εκφυλισμός, ο μαρασμός, η φθορά
- Στόχος ήταν το βαθμιαίο μαράζωμα του κράτους
- η σωματική αποδυνάμωση
- Η κατάπτωση της γυναίκας από την πείνα, το μαράζωμα του παιδιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαράζωμα