μαρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρί άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα που μιλιέται στην ομόσπονδη δημοκρατία της Μαρίι Ελ, στη Ρωσία· έχει δύο κύριες διαλέκτους, την ανατολική και τη δυτική, και γράφεται με μια παραλλαγή του κυριλλικού αλφαβήτου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- μαρί: κωδικός γλώσσα chm
- ανατολική μαρί: κωδικός γλώσσα mhr
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Mari language στην αγγλική Βικιπαίδεια