μαραγκιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαραγκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαραγκιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μαραγκιασμένος, -η, -ο
- μαραμένος, → δείτε τη λέξη μαραγκιάζω
- ※ Θέλουν την Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]. Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 95. ISBN 960-04-0042-3.
- ※ Θέλουν την Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαραγκιασμένος
|