μαραγκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαραγκός οι μαραγκοί
      γενική του μαραγκού των μαραγκών
    αιτιατική τον μαραγκό τους μαραγκούς
     κλητική μαραγκέ μαραγκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαραγκός < (άμεσο δάνειο) βενετική marangon (ξυλουργός (ιταλική marangone) < λατινικής ή παλαιοϊταλικής προέλευσης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.ɾaŋˈɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ρα‐γκός
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαραγκός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.