μαραζιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαραζιάζω < μαράζ(ι) + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαραζιάζω

  1. προκαλώ σε κάποιον μαράζι
  2. υφίσταμαι μαράζι
     συνώνυμα: μαραζώνω
  3. μαραίνομαι, μαραγκιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]