μαρασμώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρασμώδης η μαρασμώδης το μαρασμώδες
      γενική του μαρασμώδους της μαρασμώδους του μαρασμώδους
    αιτιατική τον μαρασμώδη τη μαρασμώδη το μαρασμώδες
     κλητική μαρασμώδη(ς) μαρασμώδης μαρασμώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρασμώδεις οι μαρασμώδεις τα μαρασμώδη
      γενική των μαρασμωδών των μαρασμωδών των μαρασμωδών
    αιτιατική τους μαρασμώδεις τις μαρασμώδεις τα μαρασμώδη
     κλητική μαρασμώδεις μαρασμώδεις μαρασμώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρασμώδης < ελληνιστική κοινή μαρασμώδης < μαρασμός < αρχαία ελληνική μαραίνω

Επίθετο[επεξεργασία]

μαρασμώδης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]